Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Τα πρώτα χειρόγραφα του Κουμραν



ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΚΟΥΜΡΑΝ

Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, λέγεται πως τα πρώτα χειρόγραφα ανακαλύφθηκαν το 1947 από έναν νεαρό βοσκό της φυλής Τααμιρέχ, ονόματι Μοχάμεντ Αντ-Ντχιμπ, όταν μια γίδα από το κοπάδι του απομακρύνθηκε και άρχισε να σκαρφαλώνει σε μια πλαγιά στα ΒΔ της Νεκράς Θάλασσας. Στην προσπάθεια του να την επαναφέρει, σκαρφάλωσε κι ο ίδιος στην πλαγιά όμως, ενώ την άκουγε να βελάζει δεν την έβλεπε πουθενά. Προχωρώντας στο «νεκρό» τοπίο έφτασε στα απομεινάρια του Κιρμπέτ (ερείπια) Κουμράν (στην τοπική διάλεκτο Βάντι, δηλαδή χείμαρρος).
Η γύρω περιοχή είναι γεμάτη με σπηλιές – πράγμα γνωστό στους ντόπιους Βεδουίνους – όμως μια από αυτές του τράβηξε την προσοχή, καθώς η είσοδος της ήταν χτισμένη με πέτρες. Η νεανική περιέργεια τον ώθησε να την εξερευνήσει ώσπου τελικά όταν διείσδυσε στο εσωτερικό της βρέθηκε μπροστά σε μια σειρά από πήλινα δοχεία σκεπασμένα με καπάκια.
Μπορεί αυτός ο βοσκός να έχασε μια κατσίκα, ανακάλυψε όμως κάτι πολύ σημαντικό για την ανθρωπότητα. Είναι ίσως η σπουδαιότερη ανακάλυψη του 20ου αιώνα. Κι έτσι, λίγες μέρες μετά ξεκίνησαν οι πρώτες έρευνες στο σημείο εκείνο…
Σε ένα από τα κιούπια, βρήκαν ένα μουχλιασμένο δέμα που τύλιγε κουρελιασμένα υφάσματα και μαύρα πετσιά. Αυτό αποτέλεσε απογοήτευση για την πρώτη αρχαιολογική ομάδα καθώς ήλπιζαν ότι θα έβρισκαν θησαυρό. Χάρη όμως στην εμπειρία των σοφότερων της φυλής Τααμιρέχ, κατάλαβαν ότι τα κείμενα θύμιζαν γραπτά που βρίσκονταν στα τζαμιά, επομένως θα μπορούσαν να τους αποφέρουν μεγάλο κέρδος. Κι έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι ενός μέρους από τα δερμάτινα φύλλα, προς την Βηθλεέμ.
Ο Κατής της Βηθλεέμ, διαπίστωσε ότι τα κείμενα δεν ήταν σε αραβική γραφή και ούτε είχαν κάποιο κοινό στοιχείο με το Κοράνι. Επόμενη λύση : οι κλεπταποδόχοι. Πωλήθηκαν σε δύο εμπόρους, τον μπαλωματή Χαλίλ Ισκεντέρ Σαχίν ή αλλιώς γνωστός ως Κάντο και τον άραβα έμπορο αρχαίων αντικειμένων Φεΐντι Σαλάχι. Αυτοί με τη σειρά τους τα μεταπούλησαν σε άλλους.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα χειρόγραφα είχαν αρχικά την τύχη της διαπραγμάτευσης στην μαύρη αγορά. Ενδιαφερόμενοι όπως ο Μητροπολίτης της ανεξάρτητης Συριακής Ορθόδοξης εκκλησίας (γνωστή και ως Ιακωβίτικη), άλλοι μοναχοί και Ισραηλινοί, θέλησαν να αποκομίσουν κέρδη για προσωπικό όφελος. Θεώρησαν ότι πολλά πανεπιστήμια, μουσεία, αρχαιολογικοί οργανισμοί ή προσωπικοί συλλέκτες θα διέθεταν υψηλά ποσά προκειμένου να αποκτήσουν τέτοιου είδους σπάνια αντικείμενα. Όλα έγιναν υπό την σκιά της καχυποψίας, του παρασκηνίου και της εξαπάτησης. Γι αυτό και οι πληροφορίες είναι ακόμη και σήμερα συγκεχυμένες. Όμως, εμπόδιο στάθηκε η απαγόρευση από την Βρετανική διακυβέρνηση για κατοχή και μεταπώληση αρχαίων ευρημάτων. Ακόμα και το Ιορδανικό Εμιράτο απαγόρευε σε απλούς πολίτες να εμπλέκονται σε υποθέσεις που αφορούσαν μόνο τους εξουσιοδοτημένους αρχαιολόγους.
Παρόλα αυτά, το ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα χειρόγραφα, άνοιξε την όρεξη στους Βεδουίνους που συνέχισαν να εξερευνούν παραπλήσιες σπηλιές με την ελπίδα να βρουν κι άλλα παρόμοια αντικείμενα. Έτσι, σε βάθος χρόνου ήρθαν στο φως πολλά ακόμη χειρόγραφα με εκατοντάδες κείμενα τα περισσότερα από αυτά εξωβιβλικά, αλλά και «ο χάλκινος κύλινδρος» με παράθεση στοιχείων για την θέση του κρυμμένου θησαυρού του ναού.
Γεγονός πάντως είναι ότι τα χειρόγραφα αυτά έχουν γίνει η αιτία για χιλιάδες μελέτες, με αμφιλεγόμενα ή αντιφατικά συμπεράσματα και μια διαμάχη βασισμένη στο εθνικιστικό, πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό υπόβαθρο του εκάστοτε αναλυτή. Για κάποιο λόγο, οι «ειδικοί» φρόντισαν να μείνουν πολλά από αυτά στο σκοτάδι, ενώ ο χαρακτηρισμός «απόκρυφα» υποτιμά την γνωστική αξία των κειμένων. Για την Εκκλησία αποτελούσαν απειλή (;) αφού πολλοί του χώρου υποστηρίζαν ότι αφαιρούσαν την ιερότητα και την μοναδικότητα του Χριστιανισμού γεγονός που επιβεβαιώνεται (κατ’ αυτούς) εφόσον κανένα από αυτά δεν συμπεριλήφθηκε στα κείμενα της Βίβλου κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).
Ουσιαστικά όμως, οι Εσσαίοι κατέγραψαν μεταξύ άλλων, στοιχεία της κοινότητας τους, τους τελετουργικούς και νομοθετικούς τους κανόνες διαβίωσης. Άλλωστε ζούσαν μακριά από τις πόλεις απομονωμένοι από οτιδήποτε θεωρούσαν ότι τους «μόλυνε». Έτσι, οι Εσσαίοι έθαψαν σε κάποια χρονική στιγμή τα εξωβιβλικά κείμενα, προκειμένου να τα σώσουν από τους εχθρούς τους , που τα θεωρούσαν «αιρετικά» και για κάποιους λόγους «επικίνδυνα». Ας μην ξεχνάμε ότι η αποκάλυψη της Αλήθειας αποτελούσε πάντα απειλή για τους «έχοντες την εξουσία». Κι εκεί ακριβώς αποσκοπούσαν οι Εσσαίοι: στην στιγμή που η Αλήθεια, η Γνώση, το Μεγαλείο, η Πηγή, η Δικαιοσύνη, η Ευσέβεια θα έριχναν το Φως τους στην Ανθρωπότητα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου